επιβατήριος — ἐπιβατήριος, ον (AM) [επιβάτης] (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπιβατήρια 1. εγκαίνια ή αφιέρωση ναού 2. λόγοι και τελετές υποδοχής αρχ. θυσίες κατά την αποβίβαση από πλοίο αρχ. 1. ο χρήσιμος για επιβίβαση, για ανάβαση («ἐπιβατήριοι μηχαναί», Ιώσ.) 2 … Dictionary of Greek
Ἐπιβατήριος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβατήριος — fit for scaling masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβατήριον — ἐπιβατήριος fit for scaling masc/fem acc sg ἐπιβατήριος fit for scaling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπιβατηρίοις — Ἐπιβατήριος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβατηρίοις — ἐπιβατήριος fit for scaling masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπιβατηρίου — Ἐπιβατήριος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβατηρίου — ἐπιβατήριος fit for scaling masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπιβατηρίους — Ἐπιβατήριος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβατηρίους — ἐπιβατήριος fit for scaling masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπιβατηρίων — Ἐπιβατήριος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)